- αφέψηση
- η (Α ἀφέψησις και ἄφεψις) [αφέψω]βράση, βρασμόςνεοελλ.(φαρμ.)1. ο βρασμός μιας φαρμακευτικής ουσίας μέσα σε νερό2. μέθοδος εκχύλισης μιας φυτικής φαρμακευτικής ουσίας για να ληφθούν τα μη πτητικά, διαλυτά στο νερό, συστατικά της.
Dictionary of Greek. 2013.