αφέψηση

αφέψηση
η (Α ἀφέψησις και ἄφεψις) [αφέψω]
βράση, βρασμός
νεοελλ.
(φαρμ.)
1. ο βρασμός μιας φαρμακευτικής ουσίας μέσα σε νερό
2. μέθοδος εκχύλισης μιας φυτικής φαρμακευτικής ουσίας για να ληφθούν τα μη πτητικά, διαλυτά στο νερό, συστατικά της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀφεψήσῃ — ἀφεψήσηι , ἀφέψησις fem dat sg (epic) ἀφέψω purify aor subj mid 2nd sg ἀφέψω purify aor subj act 3rd sg ἀφέψω purify fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκχυλίζω — (AM ἐκχυλίζω) μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση αρχ. εκμυζώ, απομυζώ …   Dictionary of Greek

  • μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”